- διαστικά
- ταβλ. διαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαστικός — ή, ό (AM διαστικός, ή, όν) [διάζομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάσιμο ή στην υφαντική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διαστικά η αμοιβή για το διάσιμο*, η πληρωμή τής διάστρας* αρχ. το θηλ. ως ουσ. η διαστική η υφαντική … Dictionary of Greek